20.6.13

Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων

περιπέτεια (peri'petia)
   ουσιαστικό θηλυκό
   πλοκή με έντονη δράση   Χτες είδα μια περιπέτεια στο σινεμά. οι περιπέτειες του Τεν-Τεν 


βαρετός (vare'tos)
    αρσενικό  
   επίθετο ανιαρός, πληκτικός  βαρετή συζήτηση  


ίδιος ('iðjos
   αρσενικό  
  όμοιος, κοινός Έχουν τα ίδια μάτια. Μένουν στο ίδιο σπίτι.


ξεπερνάω (kseper'nao)
ξεπερνώ
(kseper'no)
   ρήμα μεταβατικό (ρήμα)

  1. είμαι πιο καλός, αποδοτικός ξεπερνάω κπ στο τρέξιμο ξεπερνάω τις προσδοκίες κάποιου
  2. αντιμετωπίζω ξεπερνάω μια κρίση ένα πρόβλημα

καλοκαίρι (kalo'ceri)
   ουσιαστικό ουδέτερο

  η πιο ζεστή εποχή του χρόνου  


νέα ('nea)  
  θηλυκό επίθετο
  1. νεαρός νέος άνθρωπος
  2. σύγχρονος, μοντέρνος νέο πνεύμα νέα εποχή
  3. ανανεωμένος νέα έκδοση
 
 
κακός (ka'kos)  
  αρσενικό  
  1. που έχει κακία μέσα του κακός άνθρωπος
  2. δυσάρεστος κακά νέα
  3. βλαβερός κακή συνήθεια
  4. αρνητικός κακά σχόλια
  5. ακατάλληλος κακός σύμβουλος
  6. που δεν έχει ικανοποιητικές επιδόσεις κακός μαθητής
  7. άτακτος, ανυπάκουος Είσαι κακό παιδί!
  8. κακής ποιότητας κακό βιβλίο  



θάλασσα ('θalasa)
   ουσιαστικό θηλυκό  
   1. το μέρος της γης με αλμυρό νερό κολυμπάω στη θάλασσα


παγωτό (paɣo'to)
   ουσιαστικό ουδέτερο  

   παγωμένο γλυκό από γάλα, ζάχαρη, αυγά και διάφορα αρώματα το παγωτό φράουλα  

 
είμαι ('ime)
   ρήμα αμετάβατο (ρήμα)

   1. έχω κπ μόνιμο χαρακτηριστικό είμαι όμορφος
   2. βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση είμαι σε δύσκολη θέση είμαι άρρωστος
   3. βρίσκομαι Πού είσαι;

 

No comments: